ζυγοσταθμος

ζυγοσταθμος
    ζυγόσταθμος
    ζῠγό-σταθμος
    ὅ весы Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ζυγοσταθμος" в других словарях:

  • ζυγόσταθμος — ζυγόσταθμος, ὁ (Α) ζυγός, ζυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + σταθμός] …   Dictionary of Greek

  • ζυγοσταθμώ — (Μ ζυγοσταθμώ, έω) [ζυγόσταθμος] ζυγίζω, σταθμίζω …   Dictionary of Greek

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»